Słownik:Język Siedmiu Gwiazd

Z Conlanger
Przejdź do nawigacji Przejdź do wyszukiwania
Słownik języka Siedmiu Gwiazd
Nazwa: Język Siedmiu Gwiazd
Nazwa własna: X
Informacje
Twórca: Henryk Pruthenia
Rok: 2022
Sposoby zapisu: Grecki
Klasyfikacja: J. indoeuropejskie
Liczba słów: 403
Lista conlangów

Słownik

  • βορδά, βορδιή f - broda
  • βορδάτος - brodaty
  • βέβρυχχ, βέβρει m - bóbr
  • βέρζ, βέρζια m - miasto
  • βέρτιν, βέρτιη f - dar, podarunek, prezent
  • βάζ, βαζιά m - buk
  • βαζυά, βαζυεί f - miecz
  • βέρζ, βερζιά m - brzoza
  • ψίξ, ψίκεξ f - pszczoła
  • βόρας, βόριη m - złodziej
  • βόρ, βόρια m - ciężar, ładunek
  • βριήυαρ, βριήυνεξ n - źródło
  • βράττιηρ, βράττρεξ m - brat
  • βύμμο, βύμμνεξ m - noga
  • βύζ, βύζεξ m - jeleń
  • βυγά, βυγιή f - walka
  • βυγγιάς, βυγγιή m - żołnierz
  • δάσκρυ, δάσκριει n - łza
  • δαιυιήρ, δαιυρέξ m - mędrzec
  • θιτίν, θιτιή n - czas
  • δήτιχχ, δήτιη f - rzecz
  • θάνυα, θάνυει f - bogini
  • δάνυ, δάνει n - rzeka
  • δόνον, δόνια n - myto
  • δότιχχ, δοτιή f - narodziny, urodziny
  • τιζζιήρ, τιζζρέξ m - zdobywca
  • δέσος, δέσεσεξ n - prawo
  • δέχχ, δεχχέξ f - prawo, prawa strona
  • δέσσιυα, δέσσιυει f - dłoń
  • δεννιπός, δεννιποτέξ m - wojewoda
  • δειυιά, δειυιή f - kobieta
  • διυός, διυιά m - burza
  • δαννά, δαννιή f - język
  • δμάρ, δμνέξ n - dom
  • δόρυ, δρέι n - drzewo
  • δρείνον, δρείνια n - skrzynia
  • δρύχχ, δρύχχεξ f - las
  • δρυχόν, δρυχιά n - naczynie
  • δαόχχ, δαόχχια (pl: δαοχχί) m - ręka
  • διύχχ, διύχχια m - niebo
  • ζμίν, ζμιή n - ziemia
  • δεζμό, δεζμνέξ m - człowiek
  • θιμάν, θιμνέξ n - plemię
  • Θς, Θσιά m - Bóg
  • Δς, Δσιά m - Bóg
  • σήτιχχ, σητιή f - data
  • δαυάρ, δαυνέξ n - łuk
  • ζύχχ, ζύχχεξ f - ryba
  • δύρυ, δυρεί n - drzwi
  • δύμ, δυμιά m - dym
  • δυχνιήρ, δυχνρέξ f - córka
  • ραύγ, ραύγια m - oszustwo
  • δρόξ, δροκέξ m - brud
  • δονά, δονιή f - chleb
  • δόμ, δόμια m - góra
  • χυίτιχχ, χυιτιή f - upadek
  • όττας, όττιη m - ojciec, tata
  • ζιμό, ζιμνέξ f - zima
  • ζέμον, ζέμια n - mróz
  • ζιήρ, ζρέξ m - doradca
  • ζέρας, ζέριη m - jeż
  • ζιρνόν, ζιρνιά n - ziarno
  • ζονύ, ζονεί n - kolano
  • ζονάς, ζονιή m - potomstwo
  • ζόμβ, ζόμβια m - ząb
  • χχιλόυα, χχιλόυει f - szwagierka, bratowa
  • ζέλυχχ, ζέλει m - pijawka
  • ζόχχχυχχ, ζόχχχει m - smak
  • ζένυχχ, ζένει m - policzek
  • ζέντιηρ, ζέντρεξ m - producent, wytwórca, twórca
  • ζίννατιχχ, ζίννατιη f - produkcja, tworzenie
  • ζένος, ζένεσεξ n - rasa
  • ζάννιμο, ζάννιμνεξ f - pokolenie, generacja
  • ζάννα, ζάννιη f - gęś
  • ζήρα, ζήριη f - wdowa
  • έχχυχχ, έχχει m - koń
  • ζΐα, ζΐη f - kobyła
  • ζόρτ, ζόρτια m - grobowiec
  • ζαίχχ, ζαιχχιά m - włócznia
  • γιρρίνός, γιρρινιά m - żuraw
  • εντύτλ, εντύτλια m - historia
  • μέιος - niemy
  • δόβος - ślepy
  • ζζιότ, ζζιόσι - żuć
  • ζείνα, ζείνιη f - guma
  • έστι ir. - być
  • τλαονά, τλαονιή f - koniec
  • νεί - nie
  • νέ - nie
  • νύ - no
  • ζνότ, ζνοάν - znać
  • τόσος - taki
  • τόσεμι - tak
  • τλόνγος - długi
  • γάδδα - że
  • δύννος - smutny
  • δύσκρος - zły
  • λέζμαν, λέζμνεξ n - legenda
  • ύρνος- czerwony
  • χχαίτ, χχαίτια m - świt
  • γίλλιχχ, γίλλιη m - łasica
  • γέβολον, γέβολια n - głowa
  • γόστιχχ, γοστιή m - gość
  • γρόμ, γρομιά m- grom
  • γυέννα, γυέννιη f- żona
  • γυένς, γυέντεξ m - krok
  • γρείς, γρεισέχ m - widły
  • χύ, χεί n - żywica
  • γαός, γαοσέξ f - krowa
  • γυόυα, γυόυιη f - bydło
  • γραύμο, γραύμνεξ n - żarno
  • ριυά, ριυιή f - grzywa
  • γινσιά, γινσιή f - zabójstwo
  • γυέρος, γυέρεσεξ n - gorąco, upał
  • λιμό, λιμνέξ n - wiąz
  • έσαρ, εσνέξ n - duch
  • κρείς, κρεισέξ f - krew
  • ίταρ, ιτνέξ n - droga
  • έζιχχ, έζιη m - igła
  • εσός, εσιά m - pan
  • λείδε, λείδην pl - ludzie
  • αγνίχχ, αγνιή m - ogień
  • νέμο, νέμνεξ n - rodzina
  • νόμαν, νόμνεξ n - imię
  • όγιχχ, όγιη m - wąż
  • ός, οσέξ n - usta
  • όλον, όλια n - szydło
  • ονγυόλ, ονγυολιά m - węgiel
  • αόδαρ, αοδνέξ n - wymię
  • αίτα, αίτιη f - przysięga
  • ρέγυος, ρέγυεσεξ n - demon
  • σάυαρ, σαυνέξ n - owczarnia
  • υιδείς, υιδείσέξ f - wdowa
  • ιεντιήρ, ιεντρέξ f - ciotka
  • οβλόν, οβλιά n - jabłko
  • όζγρ, όζγρια m - pole
  • όγος, όγεσεξ n - czeluść, przepaść
  • ὅμαρ, ὅμνεξ m - lato
  • όζμο, όζμνεξ m - kamień
  • όσκρυ, οσκρεί n - płacz, rozpacz
  • όκα, όκιη f - piwo
  • έλβις, έλβιτεξ n - jęczmień
  • όλχχα, όλχχιη f - olcha
  • όνδος, όνδοσεξ n - łąka
  • όνς, ονθέξ f - kaczka
  • όνκος, όνεσεξ n - krzywa, łuk, zagięcie
  • άννας, άννατεξ m- czoło
  • όθρον, όθρια n - pług
  • όυος, όυια m - dziadek
  • ειάς, ειή m - wujek
  • όυιχχ, ουιή f - ptak
  • αύχχα, αυχχιή f - rano, ranek
  • νυχχές - jutro
  • αιμό, αιμνέξ n - obraz
  • άιος, άιεσεξ n - metal
  • οζζάς, οζζιή m - byk
  • ογνός, ογνιά m - jagnię
  • ήτρα, ήτριη f - ognisko
  • όλυς, ολυτέξ m - alkohol
  • όννιμ, όννιμια m - dech, wdech, oddech
  • ονσσιόν, ονσσιά n - przód
  • αύλ, αυλιά m - rana
  • αίζ, αιζέξ m - koza
  • κνιήρ, κνρέξ m - mężczyzna
  • όμς, ομσέξ (pl: ομσί) m - ramię
  • αόχχ, αοχχέξ (pl: αοχχί) n - ucho
  • όγαρ, ογνέξ f - jagoda
  • όσες, οσετέξ f - brona
  • όσκριχχ, όσκριη f- nóż
  • όνκ, όνκια m - hak
  • κός, κοστέξ f - kość
  • όθιχχ, οθιή m - dźwięk
  • αύς, αύσεξ f - owca
  • αόμο, αόμνεξ n - wieczność
  • αοιόν, αοιά n - jajko
  • αίκις, αίκιδεξ n - piekło
  • καρχχός, καρχχιά m - niedźwiedź
  • καρανχχόν, καρανχχιά n - srebro
  • γυαίςα, γυαίσιη f - gwiazda
  • ύλλανα, ύλλανιη f - wełna
  • υόστυ, υόστει n - pałac
  • ιυννατά, ιυννατιή f - młodość
  • βρείχχ, βρειχχέξ f - brew
  • δόνς, δοντέξ m - pysk
  • ονγυόν, ονγυιά n - mydło
  • άνγυαν, άνγυνεξ n - tłuszcz
  • όρνας, ορνιή m - orzeł
  • μιτλά, μιτλιή f - mgła
  • νόξ, νογέξ m - paznokieć
  • νοβόλ, νοβολιά m - pępek
  • όξ, οκέξ (pl: οκχχί) n - oko
  • όρβος, όρβια m - niewolnik
  • όζζ, όζζια m - gałąź
  • ρήχχας, ρήχχιη m - król
  • ρήνια, ρήνιη f - królowa
  • ίχχυχχ, ίχχει m - strzała
  • ρυγίχχ, ρυγιή m - żyto
  • νός, νόσσεξ f - noc
  • κάρπος, κάπρια m - karzeł
  • χχήρ, χχιρδέξ n - serce
  • κιρνόν, κιρνιά n - czaszka
  • καγγιόν, καγγιά n - pułapka, zasadzka
  • χχλείς, χχλεισέξ f - sława
  • χχλίτρα, χχλίτριη f - kryjówka, schronienie
  • χχλιτάς, χχλιτιή m - maluczki
  • χχλαύνιχχ, χχλαυνιή f - pośladek, pośladki
  • χχόκαρ, χχοκνέξ m - gówno
  • χχοὅν, χχοἱά n - kopyto
  • χχόρκα, χχόρκιη f - żwir
  • χχίρχχ, χχιρχχιά m - wóz, powóz
  • χχύαν, χχύνεξ m - pies
  • κότυα, κοτυεί f - bój
  • κόλλ, κόλλια m - leszczyna
  • κόχχα, κόχχιη f - staw (w ciele)
  • κράυας, κράυιη m - krewniak
  • κότλος, κότλεσεξ n - koło
  • καινά, καινιή f - cena
  • κίρμιχχ, κιρμιή m - robak
  • ξές, ξεπέξ f - zmierzch
  • λείξ, λεικέξ f - promień
  • λιύξ, λιυκέξ f - światło
  • λίμο, λιμνέξ m - jezioro
  • ολκυά, ολκυιή f - staw (woda)
  • λιύρον, λιύρια n - pranie
  • λαίχχα, λαίχχιη f - granica
  • λαύχχνας, λαύχχνιη m - księżyc
  • μύτρον, μύτρια n - obrzydlistwo, obrzydzenie, nieczystość
  • μύχχ, μυχχέξ f - mysz
  • μόγ, μογιά m - mózg
  • μόρυιν, μορυιή f - mrówka
  • μόρι, μόριη n - morze
  • μίζζ, μιζζιά m - skarb
  • μίρτιχχ, μιρτιή f - śmierć
  • μίντιχχ, μιντιή f - myśl
  • μάλις, μαλιτέξ n - cukier
  • μέδυ, μεδεί n - miód
  • μήσαν, μεσνέξ n - mięso
  • μήνς, μηνσέξ m - miesiąc
  • νίζζ, νιζζιά m - gniazdo
  • νέγρ, νεγριά m - nerka
  • νέττια, νέττιη f - wnuczka
  • νάς, νατέξ m - wnuk
  • νέμος, νέμεσεξ n - ofiara
  • νάυα, ναυεί f - łódź, łódka
  • νάς, νάσεξ m - nos
  • νάβρ, ναβριά m - chmura
  • νέβος, νέβεσεξ n - dach
  • ὕαρ, ὑνέξ n - świeca
  • πέχχυ, πεχχεί n - stado
  • πιρχυά, πιρχυεί f - pierś
  • πέρκυχχ, περκεί m - dąb
  • πίρτυα, πιρτυεί f - przejście
  • πέρυαρ, περυνέξ n - forteca
  • πέθαρ, πεθνέξ n - skrzydło
  • πιθυά, πιθυεί f - jedzenie
  • πίς, πιτέξ m - sosna
  • πίζζα, πίζζιη f pizda
  • πλέθος, πλέθεσεξ n - łąka
  • πλείμο, πλεμνέξ m - płuco
  • πλύχχνα, πλύχχνιη f - płetwa
  • πλύχχιχχ, πλύχχιη f - pchła
  • πύρ, πυριά m - pszenica
  • ψήννια, ψήννιη f - żebro
  • πορνόν, πορνιά n - pióro
  • πόννια, πόννιη f - pani
  • ποσσιάς, ποσσιή m - mąż
  • πόρχχ, πόρχχια m - prosię
  • πόντον, πόντια n - ulica
  • πός, ποδέξ m - stopa
  • πνείμα, πνείμιη f - dusza
  • ριός, ριόσεξ f - zwycięstwo, wygrana
  • κερνός - czarny
  • ἑίν, ἑινιά m - płomień
  • σέζος, σέζεσεξ n - siła
  • σήμαν, σημνέξ n - nasiono
  • σάλα, σαλιή f - sól
  • σέλος, σέλεσεξ n - bagno
  • σαίτλον, σαίτλια n - epoka
  • σκόμαν, σκομνέξ n - opowieść
  • χχόια, χχόιη f - cień
  • κάλος, κάλια m - potwór
  • σαμρυά, σαμρυεί f - masło
  • σνήυαρ, σνηυνέξ n - ścięgno
  • νήταρ, νητνέξ n - żmija
  • σνιξ, σνιχυέξ f - śnieg
  • σαόλον, σαολιά m - słonce
  • χχενά, χχενιή n - śmieć, gówno, kurwa!
  • σόκ, σοκιά m - sok
  • σαιτυά, σαιτυεί f - magia, czary
  • ψιήρ, ψρέξ m - wróbel
  • πές, πεχχέξ m - szpieg
  • ράς, ραπέξ f - kapusta
  • στάμο, σταμνέξ n - figura, statua
  • στάτιχχ, στατιή f - miejsce
  • τίξ, τιγέξ m - ścieżka
  • ταίγ, ταίγια m - sznur
  • σύνα, σύνιη f - świnia
  • συνύχχ, συνεί m - syn
  • σύπν, συπνιά m - sen
  • συιηχχριά, συιηχχριή f - teściowa
  • συέχχρας, συέχχρια m - teść
  • σέσιηρ, σεσκρέξ f - siostra
  • ταύρος, ταύρια m - tur
  • πήννα, πήννιη f - pięta
  • τόν, τόνια m - nić
  • τοαννά, τοαννιή f - godzina
  • τοτά, τοτιή f - tłum
  • τεκκιός, τεκκιά m - rzemieślnik
  • τάρμαν, ταρμνέξ n - znak, litera
  • τέπος, τέπεσεξ n - gorączka
  • τιντίχχ, τιντιή f - przemoc
  • τέμος, τέμεσεξ n - ciemność, mrok
  • τάτας, τάτιη m - tata
  • ύδρ, ύδρια m - brzuch
  • υγόν, υγιά n - jarzmo
  • ύς, υχχέξ f - zupa
  • ιόκαρ, ιοκνέξ n - wątroba
  • ιόννα, ιοννιή f - rok
  • ιείγος, ιείγεσεξ n - para
  • ιέμμος, ιέμμια (pl. ιεμμό) m - bliźniak
  • υάρμιος, υάρμεσεξ n - robactwo, obrzydlistwo
  • υράς, υραδέξ f - korzeń
  • υοχχά, υοχχιή f - cielę
  • υόσαρ, υοσνέξ n - wiosna
  • οσνάς, οσνιέ m - kupiec
  • υές, υεπέξ f - osa
  • υεννά, υεννιή f - woda
  • όξ, οκέξ f - głos
  • ύλκος, ύλκια m - wilk
  • υλκίχχα, υλκιχχιή f - wilczyca
  • υίς, υισιά m - jad, trucizna
  • υίχχχια, υίχχχιη f - wieś
  • υιρός, υιριά m - bohater
  • υέχχπρ, υέχχπρια m - wieczór
  • υΐον, υΐια n - wino
  • υίζζιηρ, υιζζρέξ m - świadek
  • υέτα, υέτιη f - święto
  • υχχτιά, υχχτιή f - ubranie
  • υιότιχχ, υιοτιή f - wić
  • υιόμα, υιόμιη f - łańcuch
  • όλβος - biały
  • βένζυχχ - bogaty
  • βινδός - zepsuty, złamany, popsuty
  • βιζζός - wierny
  • βοσός - bosy
  • βυζζός - czujny
  • ενζζός - dany, omawiany
  • διυιός - niebieski
  • τλείκυχχ - słodki
  • δυχμήνι - wrogi
  • δυαρός - dawny
  • ζζιέσκρεμι - wczoraj
  • δυβνός - głęboki
  • ζίρρνι - stary
  • νοτός - sławny, znany
  • γαρττός - ładny, ozdobny
  • γιυός - żywy
  • γαμτός - bliski
  • ιτός - własny
  • λιχυύχχχ - lekki
  • ρημός - brzydki
  • ρυδρός - piękny
  • υέσυχχ - śmieszny
  • άζριος - polny
  • άνζυχχ - wąski
  • κομός - surowy
  • ξρός - ostry
  • υήνι - burzliwy
  • ιύνι - młody
  • ονοστός - trudny
  • ρεστός - prosty
  • χχλιυός - nieprawdziwy, kłamliwy
  • χχλιτός - bezpieczny
  • χχαίμος - miły
  • καττός - pusty
  • καίκος - ślepy
  • κρυρός - niebezpieczny
  • κότερος - który
  • μέζζιος - środkowy
  • μέζι - olbrzymi
  • ζρός - chudy, szczupły
  • μρέζυχχ - krótki
  • μίρτυος - martwy
  • νέζυχχ - śmiertelny
  • νέυος - nowy
  • ιυχός - zjednoczony, połączony
  • υιζζός - znany
  • υήρος - prawdziwy
  • υήρυα, υήρυει f - prawda
  • ύζζερι - daleki, odległy
  • τίρ, τιριά m - cierń
  • ταρνά, ταρνιή f - trawa
  • τιλτλός - wysoki
  • τενός - cienki
  • τέγυχχ - gruby
  • σάζζι - smaczny
  • σύρος - kwaśny
  • στριττός - szeroki
  • θτός - obecny, teraźniejszy, znajdujący się
  • σομός - sam
  • σειός - lewy
  • σεζζός - bierny
  • πρϊός - ciekawy
  • σένος - dojrzały
  • παλλνός - pełny
  • πλητός - cały
  • πλόθυχχ - płaski
  • νεμιρτός - nieśmiertelny
  • μάλδυχχ - miękki
  • οζέτι - jechać
  • υρνήτι - czerwienieć
  • ρυδήτι σε - wstydzić się