Słownik:Język Siedmiu Gwiazd: Różnice pomiędzy wersjami

Z Conlanger
Przejdź do nawigacji Przejdź do wyszukiwania
Linia 210: Linia 210:
 
*ρυγίχχ, ρυγιή ''m'' - żyto
 
*ρυγίχχ, ρυγιή ''m'' - żyto
 
*νός, νόσσεξ ''f'' - noc
 
*νός, νόσσεξ ''f'' - noc
 +
*κάρπος, κάπρια ''m'' - karzeł
 +
*χχήρ, χχιρδέξ ''n'' - serce
 +
*κιρνόν, κιρνιά ''n'' - czaszka
 +
*καγγιόν, καγγιά ''n'' - pułapka, zasadzka
 +
*χχλείς, χχλεισέξ ''f'' - sława
 +
*χχλίτρα, χχλίτριη ''f'' - kryjówka, schronienie
 +
*χχλιτάς, χχλιτιή ''m'' - maluczki
 +
*χχλαύνιχχ, χχλαυνιή ''f'' - pośladek, pośladki
 +
*χχόκαρ, χχοκνέξ ''m'' - gówno
 +
*χχοὅν, χχοἱά ''n'' - kopyto
 +
*χχόρκα, χχόρκιη ''f'' - żwir
 +
*χχίρχχ, χχιρχχιά ''m'' - wóz, powóz
 +
*χχύαν, χχύνεξ ''m'' - pies
 +
*κότυα, κοτυεί ''f'' - bój
 +
*κόλλ, κόλλια ''m'' - leszczyna
 +
*κόχχα, κόχχιη ''f'' - staw (w ciele)
 +
*κράυας, κράυιη ''m'' - krewniak
 +
*κότλος, κότλεσεξ ''n'' - koło
 +
*καινά, καινιή ''f'' - cena
 +
*κίρμιχχ, κιρμιή ''m'' - robak
 +
*ξές, ξεπέξ ''f'' - zmierzch
 +
*λείξ, λεικέξ ''f'' - promień
 +
*λιύξ, λιυκέξ ''f'' - światło
 +
*λίμο, λιμνέξ ''m'' - jezioro
 +
*ολκυά, ολκυιή ''f'' - staw (woda)
 +
*λιύρον, λιύρια ''n'' - pranie
 +
*λαίχχα, λαίχχιη ''f'' - granica
 +
*λαύχχνας, λαύχχνιη ''m'' - księżyc
 +
*μύτρον, μύτρια ''n'' - obrzydlistwo, obrzydzenie, nieczystość
 +
*μύχχ, μυχχέξ ''f'' - mysz
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 +
*
 
*
 
*
 
*
 
*

Wersja z 18:10, 3 wrz 2023

Słownik języka Siedmiu Gwiazd
Nazwa: Język Siedmiu Gwiazd
Nazwa własna: X
Informacje
Twórca: Henryk Pruthenia
Rok: 2022
Sposoby zapisu: Grecki
Klasyfikacja: J. indoeuropejskie
Liczba słów: 193
Lista conlangów

Słownik

  • βορδά, βορδιή f - broda
  • βορδάτος - brodaty
  • βέβρυχχ, βέβρει m - bóbr
  • βέρζ, βέρζια m - miasto
  • βέρτιν, βέρτιη f - dar, podarunek, prezent
  • βάζ, βαζιά m - buk
  • βαζυά, βαζυεί f - miecz
  • βέρζ, βερζιά m - brzoza
  • ψίξ, ψίκεξ f - pszczoła
  • βόρας, βόριη m - złodziej
  • βόρ, βόρια m - ciężar, ładunek
  • βριήυαρ, βριήυνεξ n - źródło
  • βράττιηρ, βράττρεξ m - brat
  • βύμμο, βύμμνεξ m - noga
  • βύζ, βύζεξ m - jeleń
  • βυγά, βυγιή f - walka
  • βυγγιάς, βυγγιή m - żołnierz
  • δάσκρυ, δάσκριει n - łza
  • δαιυιήρ, δαιυρέξ m - mędrzec
  • θιτίν, θιτιή n - czas
  • δήτιχχ, δήτιη f - rzecz
  • θάνυα, θάνυει f - bogini
  • δάνυ, δάνει n - rzeka
  • δόνον, δόνια n - myto
  • δότιχχ, δοτιή f - narodziny, urodziny
  • τιζζιήρ, τιζζρέξ m - zdobywca
  • δέσος, δέσεσεξ n - prawo
  • δέχχ, δεχχέξ f - prawo, prawa strona
  • δέσσιυα, δέσσιυει f - dłoń
  • δεννιπός, δεννιποτέξ m - wojewoda
  • δειυιά, δειυιή f - kobieta
  • διυός, διυιά m - burza
  • δαννά, δαννιή f - język
  • δμάρ, δμνέξ n - dom
  • δόρυ, δρέι n - drzewo
  • δρείνον, δρείνια n - skrzynia
  • δρύχχ, δρύχχεξ f - las
  • δρυχόν, δρυχιά n - naczynie
  • δαόχχ, δαόχχια (pl: δαοχχί) m - ręka
  • διύχχ, διύχχια m - niebo
  • ζμίν, ζμιή n - ziemia
  • δεζμό, δεζμνέξ m - człowiek
  • θιμάν, θιμνέξ n - plemię
  • Θς, Θσιά m - Bóg
  • Δς, Δσιά m - Bóg
  • σήτιχχ, σητιή f - data
  • δαυάρ, δαυνέξ n - łuk
  • ζύχχ, ζύχχεξ f - ryba
  • δύρυ, δυρεί n - drzwi
  • δύμ, δυμιά m - dym
  • δυχνιήρ, δυχνρέξ f - córka
  • ραύγ, ραύγια m - oszustwo
  • δρόξ, δροκέξ m - brud
  • δονά, δονιή f - chleb
  • δόμ, δόμια m - góra
  • χυίτιχχ, χυιτιή f - upadek
  • όττας, όττιη m - ojciec, tata
  • ζιμό, ζιμνέξ f - zima
  • ζέμον, ζέμια n - mróz
  • ζιήρ, ζρέξ m - doradca
  • ζέρας, ζέριη m - jeż
  • ζιρνόν, ζιρνιά n - ziarno
  • ζονύ, ζονεί n - kolano
  • ζονάς, ζονιή m - potomstwo
  • ζόμβ, ζόμβια m - ząb
  • χχιλόυα, χχιλόυει f - szwagierka, bratowa
  • ζέλυχχ, ζέλει m - pijawka
  • ζόχχχυχχ, ζόχχχει m - smak
  • ζένυχχ, ζένει m - policzek
  • ζέντιηρ, ζέντρεξ m - producent, wytwórca, twórca
  • ζίννατιχχ, ζίννατιη f - produkcja, tworzenie
  • ζένος, ζένεσεξ n - rasa
  • ζάννιμο, ζάννιμνεξ f - pokolenie, generacja
  • ζάννα, ζάννιη f - gęś
  • ζήρα, ζήριη f - wdowa
  • έχχυχχ, έχχει m - koń
  • ζΐα, ζΐη f - kobyła
  • ζόρτ, ζόρτια m - grobowiec
  • ζαίχχ, ζαιχχιά m - włócznia
  • γιρρίνός, γιρρινιά m - żuraw
  • εντύτλ, εντύτλια m - historia
  • μέιος - niemy
  • δόβος - ślepy
  • ζζιότ, ζζιόσι - żuć
  • ζείνα, ζείνιη f - guma
  • έστι ir. - być
  • τλαονά, τλαονιή f - koniec
  • νεί - nie
  • νέ - nie
  • νύ - no
  • ζνότ, ζνοάν - znać
  • τόσος - taki
  • τόσεμι - tak
  • τλόνγος - długi
  • γάδδα - że
  • δύννος - smutny
  • δύσκρος - zły
  • λέζμαν, λέζμνεξ n - legenda
  • ύρνος- czerwony
  • χχαίτ, χχαίτια m - świt
  • γίλλιχχ, γίλλιη m - łasica
  • γέβολον, γέβολια n - głowa
  • γόστιχχ, γοστιή m - gość
  • γρόμ, γρομιά m- grom
  • γυέννα, γυέννιη f- żona
  • γυένς, γυέντεξ m - krok
  • γρείς, γρεισέχ m - widły
  • χύ, χεί n - żywica
  • γαός, γαοσέξ f - krowa
  • γυόυα, γυόυιη f - bydło
  • γραύμο, γραύμνεξ n - żarno
  • ριυά, ριυιή f - grzywa
  • γινσιά, γινσιή f - zabójstwo
  • γυέρος, γυέρεσεξ n - gorąco, upał
  • λιμό, λιμνέξ n - wiąz
  • έσαρ, εσνέξ n - dusza
  • κρείς, κρεισέξ f - krew
  • ίταρ, ιτνέξ n - droga
  • έζιχχ, έζιη m - igła
  • εσός, εσιά m - pan
  • λείδε, λείδην pl - ludzie
  • αγνίχχ, αγνιή m - ogień
  • νέμο, νέμνεξ n - rodzina
  • νόμαν, νόμνεξ n - imię
  • όγιχχ, όγιη m - wąż
  • ός, οσέξ n - usta
  • όλον, όλια n - szydło
  • ονγυόλ, ονγυολιά m - węgiel
  • αόδαρ, αοδνέξ n - wymię
  • αίτα, αίτιη f - przysięga
  • ρέγυος, ρέγυεσεξ n - demon
  • σάυαρ, σαυνέξ n - owczarnia
  • υιδείς, υιδείσέξ f - wdowa
  • ιεντιήρ, ιεντρέξ f - ciotka
  • οβλόν, οβλιά n - jabłko
  • όζγρ, όζγρια m - pole
  • όγος, όγεσεξ n - czeluść, przepaść
  • ὅμαρ, ὅμνεξ m - lato
  • όζμο, όζμνεξ m - kamień
  • όσκρυ, οσκρεί n - płacz, rozpacz
  • όκα, όκιη f - piwo
  • έλβις, έλβιτεξ n - jęczmień
  • όλχχα, όλχχιη f - olcha
  • όνδος, όνδοσεξ n - łąka
  • όνς, ονθέξ f - kaczka
  • όνκος, όνεσεξ n - krzywa, łuk, zagięcie
  • άννας, άννατεξ m- czoło
  • όθρον, όθρια n - pług
  • όυος, όυια m - dziadek
  • ειάς, ειή m - wujek
  • όυιχχ, ουιή f - ptak
  • αύχχα, αυχχιή f - rano, ranek
  • νυχχές - jutro
  • αιμό, αιμνέξ n - obraz
  • άιος, άιεσεξ n - metal
  • οζζάς, οζζιή m - byk
  • ογνός, ογνιά m - jagnię
  • ήτρα, ήτριη f - ognisko
  • όλυς, ολυτέξ m - alkohol
  • όννιμ, όννιμια m - dech, wdech
  • ονσσιόν, ονσσιά n - przód
  • αύλ, αυλιά m - rana
  • αίζ, αιζέξ m - koza
  • κνιήρ, κνρέξ m - mężczyzna
  • όμς, ομσέξ (pl: ομσί) m - ramię
  • αόχχ, αοχχέξ (pl: αοχχί) n - ucho
  • όγαρ, ογνέξ f - jagoda
  • όσες, οσετέξ f - brona
  • όσκριχχ, όσκριη f- nóż
  • όνκ, όνκια m - hak
  • κός, κοστέξ f - kość
  • όθιχχ, οθιή m - dźwięk
  • αύς, αύσεξ f - owca
  • αόμο, αόμνεξ n - wieczność
  • αοιόν, αοιά n - jajko
  • αίκις, αίκιδεξ n - piekło
  • καρχχός, καρχχιά m - niedźwiedź
  • καρανχχόν, καρανχχιά n - srebro
  • γυαίςα, γυαίσιη f - gwiazda
  • ύλλανα, ύλλανιη f - wełna
  • υόστυ, υόστει n - pałac
  • ιυννατά, ιυννατιή f - młodość
  • βρείχχ, βρειχχέξ f - brew
  • δόνς, δοντέξ m - pysk
  • ονγυόν, ονγυιά n - mydło
  • άνγυαν, άνγυνεξ n - tłuszcz
  • όρνας, ορνιή m - orzeł
  • μιτλά, μιτλιή f - mgła
  • νόξ, νογέξ m - paznokieć
  • νοβόλ, νοβολιά m - pępek
  • όξ, οκέξ (pl: οκχχί) n - oko
  • όρβος, όρβια m - niewolnik
  • όζζ, όζζια m - gałąź
  • ρήχχας, ρήχχιη m - król
  • ρήνια, ρήνιη f - królowa
  • ίχχυχχ, ίχχει m - strzała
  • ρυγίχχ, ρυγιή m - żyto
  • νός, νόσσεξ f - noc
  • κάρπος, κάπρια m - karzeł
  • χχήρ, χχιρδέξ n - serce
  • κιρνόν, κιρνιά n - czaszka
  • καγγιόν, καγγιά n - pułapka, zasadzka
  • χχλείς, χχλεισέξ f - sława
  • χχλίτρα, χχλίτριη f - kryjówka, schronienie
  • χχλιτάς, χχλιτιή m - maluczki
  • χχλαύνιχχ, χχλαυνιή f - pośladek, pośladki
  • χχόκαρ, χχοκνέξ m - gówno
  • χχοὅν, χχοἱά n - kopyto
  • χχόρκα, χχόρκιη f - żwir
  • χχίρχχ, χχιρχχιά m - wóz, powóz
  • χχύαν, χχύνεξ m - pies
  • κότυα, κοτυεί f - bój
  • κόλλ, κόλλια m - leszczyna
  • κόχχα, κόχχιη f - staw (w ciele)
  • κράυας, κράυιη m - krewniak
  • κότλος, κότλεσεξ n - koło
  • καινά, καινιή f - cena
  • κίρμιχχ, κιρμιή m - robak
  • ξές, ξεπέξ f - zmierzch
  • λείξ, λεικέξ f - promień
  • λιύξ, λιυκέξ f - światło
  • λίμο, λιμνέξ m - jezioro
  • ολκυά, ολκυιή f - staw (woda)
  • λιύρον, λιύρια n - pranie
  • λαίχχα, λαίχχιη f - granica
  • λαύχχνας, λαύχχνιη m - księżyc
  • μύτρον, μύτρια n - obrzydlistwo, obrzydzenie, nieczystość
  • μύχχ, μυχχέξ f - mysz