Słownik:Język phelijski

Z Conlanger
Przejdź do nawigacji Przejdź do wyszukiwania
Słownik języka phelijskiego
Nazwa: Język phelijski
Nazwa własna: Ανζυα Φήλινα
Informacje
Twórca: Henryk Pruthenia
Rok: 2017
Sposoby zapisu: Grecki
Klasyfikacja: J. indoeuropejskie
Liczba słów: 175
Lista conlangów

ζ̩

Słownik

  • μάτηρ, μάτρε f - matka, mama
  • πατήρ, πάτρε m - ojciec
  • φράταρ, φράτρε m - brat
  • συεσταρ, συεστρε f - siostra
  • θυτιαρ, θυτρε f - córka
  • σόν, σόνιυ m - syn
  • πυβαλ, πυβλα m - sługa
  • ζήμ, ζήμα m - człowiek
  • ανερ, ανερα m - bohater
  • αυίρ, αυίρα m - mężczyzna
  • βενα, βενη f - kobieta
  • ̥χαζ̩a, χαζ̩ι m - gość
  • αρήζ, αρήζε m - król
  • αλιυθα, αλιυθη f - naród, lud
  • καυετ, καυετα m - głowa
  • αστρυν, αστριυ n - łza
  • ανζυα, ανζυη f - język
  • Φήλια, Φήλιη f - Phelia
  • Φήλινας - phelijski
  • εστρα, εστρη f - krew
  • ζανθ, ζανθα m - broda
  • ζενυν, ζενιυ n - kolano
  • ζαμφ, ζαμφα m - ząb
  • αζ̩, αζ̩ι m - kość
  • ασμαν, ασμα n - skała
  • ος, οσε m - ucho
  • ακ, ακυα m - oko
  • ίς, ίσε m - usta
  • σερ, σερε n - serce
  • ανεφ, ανεφα m - pępek
  • κρί, κρίε m - krew
  • νας, νασα m - nos
  • πόδ, πόδα m - stopa
  • ανόχ, ανόχε m - paznokieć
  • εκαν, εκνα m - brzuch
  • ζεσταρ, ζεστρα m - ręka
  • φρό, φρόε f - brew
  • πεταρ, πετρα m - pióro
  • εσυ, εσυα m - koń
  • βό, βόε m - krowa
  • αυ, αυι f - ptak
  • ιρς, ιρσια m - niedźwiedź
  • συό, συόε m - pies
  • μός, μόσιε f - mysz
  • τορ, τορα m - byk
  • υαλκ, υαλκυα m - wilk
  • ζανς, ζανσε f - gęś
  • ανζ̩, ανζ̩ι f - kaczka
  • ελήν, ελήνα m - jeleń
  • εζ, εζι f - jeż
  • πεφαρ, πεφριυ m - bóbr
  • αφ, αφι m - wąż
  • ίζα, ιζη f - owca
  • όιαν, όια n - jajko
  • αγαν, αγνα m - jagnię
  • λας, λασα m - łoś
  • ζαρναν, ζαρνα n - ziarno
  • αζραν, αζρα n - pole
  • υίζαρζ, υίζαρζι f - opowieść
  • φάτι, φάμι - mówić, opowiedzieć
  • νη - nie
  • υάρθα, υάρθη f - róża
  • όγ, όγα m - południe
  • όγρας - południowy
  • Θης/Θη, Θέσε m - Bóg
  • κυίμα, κυίμη f - honor
  • όστραν, όστρα n - ranek
  • φέρετι, φέρμι - nieść
  • φιύκι, φιύγμι - uciec, uciekać
  • στΐα, στΐη f - studnia
  • βίθετι, βίθεμι - wierzyć
  • βιζ̩, βιζ̩ι - wiara
  • συΐτ, συΐτα m - przysięga
  • άρυγ, άρυγι m - żyto
  • συινα, συινη f - pieniądze
  • άσαρ, άσρι f - góra
  • ζονα, ζονη f - życie
  • σνιφ, σνιφα m - śnieg
  • υιναν, υινα n - wino
  • ήμαν, ήμα n - gałąź
  • σαμνα, σαμνη f - pieśń
  • σιπλαν, σιπλα n - pokolenie, generacja
  • υάκ, υάκυα m - głos
  • υάσαν, υάσανα m - cena
  • κόια, κόιη f - cień
  • ρή, ρήε f - rzecz
  • τερμαν, τερμα n - cel
  • αρζάνταν, αρζάντα n - srebro
  • ανάμαν, ανάμα n - imię
  • υεθετι, υεθεμι - bronić, ochraniać
  • υαθήτι, υαθέμι - wieść, prowadzić
  • υριδετι, υριδεμι - ciąć
  • τιρχα, τιρχη f - przekleństwo
  • τρέσετι, τρέσεμι - bać się
  • συερχαν, συερχα f - choroba
  • συατ, συατα m - zima
  • σηυέρας - zimny
  • περσιας - ciemny, mroczny
  • πιρσνα, πιρσνη f - wieczór
  • λοτραν, λοτρα n - łaźnia
  • λέυετι, λέυεμι - myć
  • ασα, αση f - ołtarz
  • λεκρια, λεκριη f - łoże, łóżko
  • λέχετι, λέχεμι - leżeć
  • λαχήτι, λαχήμι - kłaść, łożyć
  • άπα, άπαε m - granica
  • χαρμέντι, χαρμένμι - grzmieć
  • φίδετι, φίδεμι - łamać
  • ιύχετι, ιύχεμι - chcieć
  • υαφήτι, υαφήμι - życzyć
  • φάτι, φάμι - świecić
  • πέρθετι, πέρθεμι - uderzyć, uderzać
  • φαραν, φαρανι f - walka, bitwa
  • φαρτι, φαρμι - walczyć
  • φαλζα, φαλζη f - poduszka
  • αρόθητι, αρόθημι - doradzać, doradzić
  • τυχα, τυχη f - przypadek
  • τυχισκας - przypadkowy
  • σερσες, σερσεςα m - przysięga
  • σιρσιητι, σιρσιημι - przysięgać
  • σιρσευας - błyszczący
  • λιμναν, λιμνα n - jezioro
  • υίτι, υίμι - płakać
  • λαδίυ, λαδίυα m - miecz
  • κάλτι, κάλμι - kłóć, przeszyć
  • κλαγα, κλαγη f - nóż
  • τας - ten
  • δί, δΐε m - dzień
  • γαρφέτι, γαρφέμι - pisać
  • ίτι, ίμι - iść
  • άνθαρ- na dole, poniżej
  • ταχας - każdy, wszelaki
  • μάχετι, μάχμι - móc
  • μεμέχας - silny
  • στά - tak
  • στύ ΐ - tak
  • εζ̩ι, εσμι - być
  • θήτι, θηόμι, θήαν - robić
  • ίντι, ΐεμι - wziąć
  • ζνόζ̩ι, ζνόσεμι - uczyć się
  • υινέζ̩ι, υινέσμι - wiedzieć
  • μνέτι, μνέμι - myśleć
  • υίδετι, υίδεμι - widzieć
  • χνέδετι, χνέδεμι - znaleźć
  • ιάλα, ιάλη f - zazdrość
  • ιάτ, ιάτιυ m - bród
  • διήτι, διήμι - szukać
  • δότι, δίδεμι, δόαν - dać
  • μαλάξ, μαλάκε m - anioł
  • κυίνετι, κυίνεμι - pracować
  • κυίμα, κυίμη f - praca
  • ζόα, ζόη - wezwanie, krzyk
  • γόθυας - głośny
  • γόρα, γόρη - rozmowa
  • γέυετι, γέυεμι - wołać
  • πιρτι, πιρμι - próbować
  • αρόνα, αρόνη f - test, próba, sprawdzian
  • σλιύπρας - sławny, znany
  • σλήετι, σλήεμι - słyszeć
  • φάλτι, φάλμι- pytać
  • ότι, όμι - czuć, odczuwać
  • νότι, νόμι - potrzebować
  • θήτι, θήμι - stać się
  • άζετι, άζεμι - podróżować
  • νέμετι, νέμι - znaczyć
  • σαδήτι, σαδήμι - posadzić, usadzić, zmusić
  • σέδετι, σέμι (σέδεντιας, σέδε!) - siedzieć
  • ίγετι, ίγεμι - grać, bawić się
  • τυερέα, τυερέη f - sznur, lina
  • τέζ̩ι, τεσμι - rodzić, tworzyć, pisać
  • ζ̩ίτι, ζ̩ίμι - mieszkać
  • βΐετι, βΐεμι - żyć
  • βίυας - żywy
  • θήτι, θήα, θήαν (tylko 3. osoba) - dziać się
  • λιυφήτι, λιυφήμι - kochać
  • δεφαρ, δεφρα m - rzemieślnik
  • βακ, βακα m - hak
  • βάξα, βάξη f - ciąg
  • φαδήτι, φαδήμι - uczyć
  • βάθιτι, βάθιμι - kopać
  • βεθέα, βεθέη f - cmentarz
  • φάγιας - biedny
  • πχετι, πχεμι - złamać, łamać
  • φάγμα, φάγμη f - część, kawałek
  • δέσινας - prawy
  • δέσυα, δέσυη f - prawa ręka, prawica
  • ζίμαρ, ζίμρε m - zięć
  • ζμήτι, ζμήμι - żenić się, wychodzić za mąż, brać ślub
  • αρέυας - obcy
  • θάρτι, θάρμι - dźgać, przebijać
  • θιρσέτι, θιρσέμι - skakać
  • θάρα, θάρη f - dziura
  • γαλθας - gładki
  • γλάθυα, γλάθυη f - włócznia
  • σαν + INS - przy + INS
  • δυι + INS - razem z + INS
  • άντ + GEN - przeciwko + DAT, naprzeciw + GEN
  • εζ + GEN - z + GEN, od + GEN
  • ην + ACC - do + GEN, w + ACC
  • ιμφ + GEN - zamiast + GEN
  • νι + GEN - pod + INS
  • ζι + ACC - dla + GEN
  • κερ + ACC - przez + ACC
  • ανο + GEN - nad + INS
  • ιυ + ACC - za + ACC
  • πρα + ACC - o + LOC
  • μή - nie wolno
  • νυ - no
  • αρήθας - rzadki
  • σί - tu, tutaj
  • κυύθε - gdzie
  • δά - ale
  • άψι - znów, znowu
  • νέυας - nowy
  • παρσάρας - ładny
  • ψνέυιτι, ψνέυιμι - spodziewać się
  • σπασιήτι, σπασιήμι
  • πάυετι, πάυεμι - liczyć
  • πάυα, πάυη f - liczba
  • νήμα, νήμη f - los, przeznaczenie
  • νήτραν, νήτρα n - wrzeciono
  • νήτι, νήμι - szyć
  • άντυα, άντυη - wiersz, poemat
  • νήταρ, νήτρε m - wąż
  • ζ̩νί, ζ̩νΐε f - nić
  • νότα, νότη f - temat
  • ίς - który
  • νέφαν, νέφασε n - niebo
  • άζ̩νας - czysty, cnotliwy
  • ιζέτι, ιζέμι - ofiara
  • σκρας - miły, przyjemny
  • κίλας - cały
  • υις, υισι f - kraj
  • σάγ, σάγα m - prorok
  • σάδιετι, σάδιεμι - przewidywać
  • σανιάζ̩ι, σανιάζμι - przepowiadać, przepowiedzieć
  • κάδας - święty
  • καδήτι - święcić, poświęcić
  • ένικ, ένικυα m - twarz
  • νίτι, νίμι - przyjść, nadejść, zdarzyć się
  • άρζυας - sprawiedliwy
  • αραζέα, αραζέη f- królestwo
  • φέλια, φέλιη f - wola
  • ιέσκας - jaki
  • άφι - jak
  • άφι... -κε - jak... tak
  • ό! - o!
  • έ - i, oraz
  • θόν, θέμε n - świat
  • κλίν, κλίνα m - chleb
  • γμάνιας - konieczny, niezbędny do życia, wystarczający do życia
  • δίσμι - dziś, dzisiaj