Słownik:Język Siedmiu Gwiazd: Różnice pomiędzy wersjami
Wygląd
Linia 127: | Linia 127: | ||
*γυέρος, γυέρεσεξ ''n'' - gorąco, upał | *γυέρος, γυέρεσεξ ''n'' - gorąco, upał | ||
*λιμό, λιμνέξ ''n'' - wiąz | *λιμό, λιμνέξ ''n'' - wiąz | ||
*έσαρ, εσνέξ ''n'' - | *έσαρ, εσνέξ ''n'' - duch | ||
*κρείς, κρεισέξ ''f'' - krew | *κρείς, κρεισέξ ''f'' - krew | ||
*ίταρ, ιτνέξ ''n'' - droga | *ίταρ, ιτνέξ ''n'' - droga | ||
Linia 171: | Linia 171: | ||
*ήτρα, ήτριη ''f'' - ognisko | *ήτρα, ήτριη ''f'' - ognisko | ||
*όλυς, ολυτέξ ''m'' - alkohol | *όλυς, ολυτέξ ''m'' - alkohol | ||
*όννιμ, όννιμια ''m'' - dech, wdech | *όννιμ, όννιμια ''m'' - dech, wdech, oddech | ||
*ονσσιόν, ονσσιά ''n'' - przód | *ονσσιόν, ονσσιά ''n'' - przód | ||
*αύλ, αυλιά ''m'' - rana | *αύλ, αυλιά ''m'' - rana | ||
Linia 240: | Linia 240: | ||
*μύτρον, μύτρια ''n'' - obrzydlistwo, obrzydzenie, nieczystość | *μύτρον, μύτρια ''n'' - obrzydlistwo, obrzydzenie, nieczystość | ||
*μύχχ, μυχχέξ ''f'' - mysz | *μύχχ, μυχχέξ ''f'' - mysz | ||
* | *μόγ, μογιά ''m'' - mózg | ||
* | *μόρυιν, μορυιή ''f'' - mrówka | ||
* | *μόρι, μόριη ''n'' - morze | ||
* | *μίζζ, μιζζιά ''m'' - skarb | ||
* | *μίρτιχχ, μιρτιή ''f'' - śmierć | ||
* | *μίντιχχ, μιντιή ''f'' - myśl | ||
* | *μάλις, μαλιτέξ ''n'' - cukier | ||
* | *μέδυ, μεδεί ''n'' - miód | ||
* | *μήσαν, μεσνέξ ''n'' - mięso | ||
* | *μήνς, μηνσέξ ''m'' - miesiąc | ||
* | *νίζζ, νιζζιά ''m'' - gniazdo | ||
* | *νέγρ, νεγριά ''m'' - nerka | ||
* | *νέττια, νέττιη ''f'' - wnuczka | ||
* | *νάς, νατέξ ''m'' - wnuk | ||
* | *νέμος, νέμεσεξ ''n'' - ofiara | ||
* | *νάυα, ναυεί ''f'' - łódź, łódka | ||
* | *νάς, νάσεξ ''m'' - nos | ||
* | *νάβρ, ναβριά ''m'' - chmura | ||
* | *νέβος, νέβεσεξ ''n'' - dach | ||
* | *ὕαρ, ὑνέξ ''n'' - świeca | ||
* | *πέχχυ, πεχχεί ''n'' - stado | ||
* | *πιρχυά, πιρχυεί ''f'' - pierś | ||
* | *πέρκυχχ, περκεί ''m'' - dąb | ||
* | *πίρτυα, πιρτυεί ''f'' - przejście | ||
* | *πέρυαρ, περυνέξ ''n'' - forteca | ||
* | *πέθαρ, πεθνέξ ''n'' - skrzydło | ||
* | *πιθυά, πιθυεί ''f'' - jedzenie | ||
* | *πίς, πιτέξ ''m'' - sosna | ||
* | *πίζζα, πίζζιη ''f'' pizda | ||
* | *πλέθος, πλέθεσεξ ''n'' - łąka | ||
* | *πλείμο, πλεμνέξ ''m'' - płuco | ||
* | *πλύχχνα, πλύχχνιη ''f'' - płetwa | ||
* | *πλύχχιχχ, πλύχχιη ''f'' - pchła | ||
* | *πύρ, πυριά ''m'' - pszenica | ||
* | *ψήννια, ψήννιη ''f'' - żebro | ||
* | *πορνόν, πορνιά ''n'' - pióro | ||
* | *πόννια, πόννιη ''f'' - pani | ||
* | *ποσσιάς, ποσσιή ''m'' - mąż | ||
* | *πόρχχ, πόρχχια ''m'' - prosię | ||
* | *πόντον, πόντια ''n'' - ulica | ||
* | *πός, ποδέξ ''m'' - stopa | ||
* | *πνείμα, πνείμιη ''f'' - dusza | ||
* | *ριός, ριόσεξ ''f'' - zwycięstwo, wygrana | ||
* | * | ||
* | * |
Wersja z 18:52, 3 wrz 2023
Słownik języka Siedmiu Gwiazd | |
---|---|
Nazwa: | Język Siedmiu Gwiazd |
Nazwa własna: | X |
Informacje | |
Twórca: | Henryk Pruthenia |
Rok: | 2022 |
Sposoby zapisu: | Grecki |
Klasyfikacja: | J. indoeuropejskie |
Liczba słów: | 193 |
Lista conlangów |
Słownik
- βορδά, βορδιή f - broda
- βορδάτος - brodaty
- βέβρυχχ, βέβρει m - bóbr
- βέρζ, βέρζια m - miasto
- βέρτιν, βέρτιη f - dar, podarunek, prezent
- βάζ, βαζιά m - buk
- βαζυά, βαζυεί f - miecz
- βέρζ, βερζιά m - brzoza
- ψίξ, ψίκεξ f - pszczoła
- βόρας, βόριη m - złodziej
- βόρ, βόρια m - ciężar, ładunek
- βριήυαρ, βριήυνεξ n - źródło
- βράττιηρ, βράττρεξ m - brat
- βύμμο, βύμμνεξ m - noga
- βύζ, βύζεξ m - jeleń
- βυγά, βυγιή f - walka
- βυγγιάς, βυγγιή m - żołnierz
- δάσκρυ, δάσκριει n - łza
- δαιυιήρ, δαιυρέξ m - mędrzec
- θιτίν, θιτιή n - czas
- δήτιχχ, δήτιη f - rzecz
- θάνυα, θάνυει f - bogini
- δάνυ, δάνει n - rzeka
- δόνον, δόνια n - myto
- δότιχχ, δοτιή f - narodziny, urodziny
- τιζζιήρ, τιζζρέξ m - zdobywca
- δέσος, δέσεσεξ n - prawo
- δέχχ, δεχχέξ f - prawo, prawa strona
- δέσσιυα, δέσσιυει f - dłoń
- δεννιπός, δεννιποτέξ m - wojewoda
- δειυιά, δειυιή f - kobieta
- διυός, διυιά m - burza
- δαννά, δαννιή f - język
- δμάρ, δμνέξ n - dom
- δόρυ, δρέι n - drzewo
- δρείνον, δρείνια n - skrzynia
- δρύχχ, δρύχχεξ f - las
- δρυχόν, δρυχιά n - naczynie
- δαόχχ, δαόχχια (pl: δαοχχί) m - ręka
- διύχχ, διύχχια m - niebo
- ζμίν, ζμιή n - ziemia
- δεζμό, δεζμνέξ m - człowiek
- θιμάν, θιμνέξ n - plemię
- Θς, Θσιά m - Bóg
- Δς, Δσιά m - Bóg
- σήτιχχ, σητιή f - data
- δαυάρ, δαυνέξ n - łuk
- ζύχχ, ζύχχεξ f - ryba
- δύρυ, δυρεί n - drzwi
- δύμ, δυμιά m - dym
- δυχνιήρ, δυχνρέξ f - córka
- ραύγ, ραύγια m - oszustwo
- δρόξ, δροκέξ m - brud
- δονά, δονιή f - chleb
- δόμ, δόμια m - góra
- χυίτιχχ, χυιτιή f - upadek
- όττας, όττιη m - ojciec, tata
- ζιμό, ζιμνέξ f - zima
- ζέμον, ζέμια n - mróz
- ζιήρ, ζρέξ m - doradca
- ζέρας, ζέριη m - jeż
- ζιρνόν, ζιρνιά n - ziarno
- ζονύ, ζονεί n - kolano
- ζονάς, ζονιή m - potomstwo
- ζόμβ, ζόμβια m - ząb
- χχιλόυα, χχιλόυει f - szwagierka, bratowa
- ζέλυχχ, ζέλει m - pijawka
- ζόχχχυχχ, ζόχχχει m - smak
- ζένυχχ, ζένει m - policzek
- ζέντιηρ, ζέντρεξ m - producent, wytwórca, twórca
- ζίννατιχχ, ζίννατιη f - produkcja, tworzenie
- ζένος, ζένεσεξ n - rasa
- ζάννιμο, ζάννιμνεξ f - pokolenie, generacja
- ζάννα, ζάννιη f - gęś
- ζήρα, ζήριη f - wdowa
- έχχυχχ, έχχει m - koń
- ζΐα, ζΐη f - kobyła
- ζόρτ, ζόρτια m - grobowiec
- ζαίχχ, ζαιχχιά m - włócznia
- γιρρίνός, γιρρινιά m - żuraw
- εντύτλ, εντύτλια m - historia
- μέιος - niemy
- δόβος - ślepy
- ζζιότ, ζζιόσι - żuć
- ζείνα, ζείνιη f - guma
- έστι ir. - być
- τλαονά, τλαονιή f - koniec
- νεί - nie
- νέ - nie
- νύ - no
- ζνότ, ζνοάν - znać
- τόσος - taki
- τόσεμι - tak
- τλόνγος - długi
- γάδδα - że
- δύννος - smutny
- δύσκρος - zły
- λέζμαν, λέζμνεξ n - legenda
- ύρνος- czerwony
- χχαίτ, χχαίτια m - świt
- γίλλιχχ, γίλλιη m - łasica
- γέβολον, γέβολια n - głowa
- γόστιχχ, γοστιή m - gość
- γρόμ, γρομιά m- grom
- γυέννα, γυέννιη f- żona
- γυένς, γυέντεξ m - krok
- γρείς, γρεισέχ m - widły
- χύ, χεί n - żywica
- γαός, γαοσέξ f - krowa
- γυόυα, γυόυιη f - bydło
- γραύμο, γραύμνεξ n - żarno
- ριυά, ριυιή f - grzywa
- γινσιά, γινσιή f - zabójstwo
- γυέρος, γυέρεσεξ n - gorąco, upał
- λιμό, λιμνέξ n - wiąz
- έσαρ, εσνέξ n - duch
- κρείς, κρεισέξ f - krew
- ίταρ, ιτνέξ n - droga
- έζιχχ, έζιη m - igła
- εσός, εσιά m - pan
- λείδε, λείδην pl - ludzie
- αγνίχχ, αγνιή m - ogień
- νέμο, νέμνεξ n - rodzina
- νόμαν, νόμνεξ n - imię
- όγιχχ, όγιη m - wąż
- ός, οσέξ n - usta
- όλον, όλια n - szydło
- ονγυόλ, ονγυολιά m - węgiel
- αόδαρ, αοδνέξ n - wymię
- αίτα, αίτιη f - przysięga
- ρέγυος, ρέγυεσεξ n - demon
- σάυαρ, σαυνέξ n - owczarnia
- υιδείς, υιδείσέξ f - wdowa
- ιεντιήρ, ιεντρέξ f - ciotka
- οβλόν, οβλιά n - jabłko
- όζγρ, όζγρια m - pole
- όγος, όγεσεξ n - czeluść, przepaść
- ὅμαρ, ὅμνεξ m - lato
- όζμο, όζμνεξ m - kamień
- όσκρυ, οσκρεί n - płacz, rozpacz
- όκα, όκιη f - piwo
- έλβις, έλβιτεξ n - jęczmień
- όλχχα, όλχχιη f - olcha
- όνδος, όνδοσεξ n - łąka
- όνς, ονθέξ f - kaczka
- όνκος, όνεσεξ n - krzywa, łuk, zagięcie
- άννας, άννατεξ m- czoło
- όθρον, όθρια n - pług
- όυος, όυια m - dziadek
- ειάς, ειή m - wujek
- όυιχχ, ουιή f - ptak
- αύχχα, αυχχιή f - rano, ranek
- νυχχές - jutro
- αιμό, αιμνέξ n - obraz
- άιος, άιεσεξ n - metal
- οζζάς, οζζιή m - byk
- ογνός, ογνιά m - jagnię
- ήτρα, ήτριη f - ognisko
- όλυς, ολυτέξ m - alkohol
- όννιμ, όννιμια m - dech, wdech, oddech
- ονσσιόν, ονσσιά n - przód
- αύλ, αυλιά m - rana
- αίζ, αιζέξ m - koza
- κνιήρ, κνρέξ m - mężczyzna
- όμς, ομσέξ (pl: ομσί) m - ramię
- αόχχ, αοχχέξ (pl: αοχχί) n - ucho
- όγαρ, ογνέξ f - jagoda
- όσες, οσετέξ f - brona
- όσκριχχ, όσκριη f- nóż
- όνκ, όνκια m - hak
- κός, κοστέξ f - kość
- όθιχχ, οθιή m - dźwięk
- αύς, αύσεξ f - owca
- αόμο, αόμνεξ n - wieczność
- αοιόν, αοιά n - jajko
- αίκις, αίκιδεξ n - piekło
- καρχχός, καρχχιά m - niedźwiedź
- καρανχχόν, καρανχχιά n - srebro
- γυαίςα, γυαίσιη f - gwiazda
- ύλλανα, ύλλανιη f - wełna
- υόστυ, υόστει n - pałac
- ιυννατά, ιυννατιή f - młodość
- βρείχχ, βρειχχέξ f - brew
- δόνς, δοντέξ m - pysk
- ονγυόν, ονγυιά n - mydło
- άνγυαν, άνγυνεξ n - tłuszcz
- όρνας, ορνιή m - orzeł
- μιτλά, μιτλιή f - mgła
- νόξ, νογέξ m - paznokieć
- νοβόλ, νοβολιά m - pępek
- όξ, οκέξ (pl: οκχχί) n - oko
- όρβος, όρβια m - niewolnik
- όζζ, όζζια m - gałąź
- ρήχχας, ρήχχιη m - król
- ρήνια, ρήνιη f - królowa
- ίχχυχχ, ίχχει m - strzała
- ρυγίχχ, ρυγιή m - żyto
- νός, νόσσεξ f - noc
- κάρπος, κάπρια m - karzeł
- χχήρ, χχιρδέξ n - serce
- κιρνόν, κιρνιά n - czaszka
- καγγιόν, καγγιά n - pułapka, zasadzka
- χχλείς, χχλεισέξ f - sława
- χχλίτρα, χχλίτριη f - kryjówka, schronienie
- χχλιτάς, χχλιτιή m - maluczki
- χχλαύνιχχ, χχλαυνιή f - pośladek, pośladki
- χχόκαρ, χχοκνέξ m - gówno
- χχοὅν, χχοἱά n - kopyto
- χχόρκα, χχόρκιη f - żwir
- χχίρχχ, χχιρχχιά m - wóz, powóz
- χχύαν, χχύνεξ m - pies
- κότυα, κοτυεί f - bój
- κόλλ, κόλλια m - leszczyna
- κόχχα, κόχχιη f - staw (w ciele)
- κράυας, κράυιη m - krewniak
- κότλος, κότλεσεξ n - koło
- καινά, καινιή f - cena
- κίρμιχχ, κιρμιή m - robak
- ξές, ξεπέξ f - zmierzch
- λείξ, λεικέξ f - promień
- λιύξ, λιυκέξ f - światło
- λίμο, λιμνέξ m - jezioro
- ολκυά, ολκυιή f - staw (woda)
- λιύρον, λιύρια n - pranie
- λαίχχα, λαίχχιη f - granica
- λαύχχνας, λαύχχνιη m - księżyc
- μύτρον, μύτρια n - obrzydlistwo, obrzydzenie, nieczystość
- μύχχ, μυχχέξ f - mysz
- μόγ, μογιά m - mózg
- μόρυιν, μορυιή f - mrówka
- μόρι, μόριη n - morze
- μίζζ, μιζζιά m - skarb
- μίρτιχχ, μιρτιή f - śmierć
- μίντιχχ, μιντιή f - myśl
- μάλις, μαλιτέξ n - cukier
- μέδυ, μεδεί n - miód
- μήσαν, μεσνέξ n - mięso
- μήνς, μηνσέξ m - miesiąc
- νίζζ, νιζζιά m - gniazdo
- νέγρ, νεγριά m - nerka
- νέττια, νέττιη f - wnuczka
- νάς, νατέξ m - wnuk
- νέμος, νέμεσεξ n - ofiara
- νάυα, ναυεί f - łódź, łódka
- νάς, νάσεξ m - nos
- νάβρ, ναβριά m - chmura
- νέβος, νέβεσεξ n - dach
- ὕαρ, ὑνέξ n - świeca
- πέχχυ, πεχχεί n - stado
- πιρχυά, πιρχυεί f - pierś
- πέρκυχχ, περκεί m - dąb
- πίρτυα, πιρτυεί f - przejście
- πέρυαρ, περυνέξ n - forteca
- πέθαρ, πεθνέξ n - skrzydło
- πιθυά, πιθυεί f - jedzenie
- πίς, πιτέξ m - sosna
- πίζζα, πίζζιη f pizda
- πλέθος, πλέθεσεξ n - łąka
- πλείμο, πλεμνέξ m - płuco
- πλύχχνα, πλύχχνιη f - płetwa
- πλύχχιχχ, πλύχχιη f - pchła
- πύρ, πυριά m - pszenica
- ψήννια, ψήννιη f - żebro
- πορνόν, πορνιά n - pióro
- πόννια, πόννιη f - pani
- ποσσιάς, ποσσιή m - mąż
- πόρχχ, πόρχχια m - prosię
- πόντον, πόντια n - ulica
- πός, ποδέξ m - stopa
- πνείμα, πνείμιη f - dusza
- ριός, ριόσεξ f - zwycięstwo, wygrana